- συμβολομαντεία
- ἡ, Αμαντεία με σύμβολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + μαντεία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμβολομαχία — ἡ, Μ η συμβολομαντεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + μαχία (< μάχος < μάχομαι)] … Dictionary of Greek